- κολλιτσίδα
- Κοινή ονομασία του ποώδους φυτού γάλιο η απαρίνη της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς, θαμνότοπους, φράχτες κ.α. Χαρακτηρίζεται από τους λεπτούς και τετραγωνικούς βλαστούς της, οι οποίοι προσκολλώνται στα ενδύματα με τις πυκνές, μικροσκοπικές και γυρισμένες προς τη βάση τρίχες που φέρουν. Η κ. έχει λογχοειδή φύλλα, σε ομάδες των 6-9 ανά σπόνδυλο, και πολύ μικρά, λευκά άνθη, με σταυροειδή στεφάνη. Ο καρπός είναι κάψα, σχηματισμένη από δύο όμοιους σφαιρικούς ή ωοειδείς λοβούς, καθένας από τους οποίους περιέχει δύο σπέρματα εφοδιασμένα με μικροσκοπικές αγκιστροειδείς τρίχες, με τις οποίες προσκολλώνται στο τρίχωμα των ζώων. Με την κοινή ονομασία κ. χαρακτηρίζονται επίσης τα φυτά τρίβολος ο χερσαίος και ξάνθιο το ακανθωτό, που αυτοφύονται σε όλη την Ελλάδα και είναι ετήσια, ποώδη ζιζάνια.
Dictionary of Greek. 2013.