κολλιτσίδα

κολλιτσίδα
Κοινή ονομασία του ποώδους φυτού γάλιο η απαρίνη της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς, θαμνότοπους, φράχτες κ.α. Χαρακτηρίζεται από τους λεπτούς και τετραγωνικούς βλαστούς της, οι οποίοι προσκολλώνται στα ενδύματα με τις πυκνές, μικροσκοπικές και γυρισμένες προς τη βάση τρίχες που φέρουν. Η κ. έχει λογχοειδή φύλλα, σε ομάδες των 6-9 ανά σπόνδυλο, και πολύ μικρά, λευκά άνθη, με σταυροειδή στεφάνη. Ο καρπός είναι κάψα, σχηματισμένη από δύο όμοιους σφαιρικούς ή ωοειδείς λοβούς, καθένας από τους οποίους περιέχει δύο σπέρματα εφοδιασμένα με μικροσκοπικές αγκιστροειδείς τρίχες, με τις οποίες προσκολλώνται στο τρίχωμα των ζώων. Με την κοινή ονομασία κ. χαρακτηρίζονται επίσης τα φυτά τρίβολος ο χερσαίος και ξάνθιο το ακανθωτό, που αυτοφύονται σε όλη την Ελλάδα και είναι ετήσια, ποώδη ζιζάνια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολλιτσίδα — η 1.ονομασία διάφορων φυτών, οι βλαστοί ή τα σπέρματα των οποίων προσκολλιούνται στα ρούχα του διαβάτη. 2. χαρακτηρισμός φορτικού ανθρώπου: Μας έχει γίνει κολλιτσίδα να του δανείσουμε χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους …   Dictionary of Greek

  • κολλητσίδα — Βλ. λ. κολλιτσίδα. * * * η 1. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών τών οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα κολλάνε πάνω σε οτιδήποτε τά ακουμπήσει ή περιέχουν κολλητική ουσία 2. ζωολ. κοινή ονομασία μικρών παράκτιων ψαριών, χωρίς οικονομική σημασία αλλά με… …   Dictionary of Greek

  • άρκτιο — (arctium). Γένος ποωδών, διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών της Ευρώπης και Ασίας. Περιλαμβάνει έξι είδη, από τα οποία δύο ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Από αυτά το πιο κοινό είναι το ά. η λάππα, που φυτρώνει συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • τρίβολος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις αιχμές: Τρίβολο ρόπαλο. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίβολος, ο, α. ζιζάνιο των αγρών, τριβόλι, κολλιτσίδα. β. είδος αλωνιστικής μηχανής, η δοκάνη. γ. σιδερένιο κέντρο με τέσσερις αιχμές, που ρίχνεται σε ποσότητες εκεί όπου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”